Υπάρχουν πληροφορίες που μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η οινοποία στην Αίγυπτο υπήρχε πριν από το 4000 π.Χ. : αναφέρονται βασιλικοί αμπελώνες,ενώ παραστάσεις σε τοίχους απεικονίζουν σκηνές από την αμπελουργική τέχνη και την οινοποίηση ή ακόμη και διάφορες ποικιλίες σταφυλιών. Γύρω στα 1700, στην Μεσοποταμία, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Χαμουραμπί εξέδωσε νόμους ειδικά για την τιμή πώλησης του κρασιού!
Γρήγορα όμως η φήμη των σπουδαίων οινοποιών περνά στους Φοίνικες και τους Έλληνες. Οι εδαφολογικές και οι κλιματολογικές συνθήκες επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο, αφού το αμπέλι έδινε καλύτερες ποικιλίες στα μεσογειακά κλίματα. Οι Φοίνικες μάλιστα ήταν και ξακουστοί στο εμπόριο οίνων αφού έχουν βρεθεί φοινικικοί κρασοαμφορείς σε κάθε περιοχή της ανατολικής και κεντρικής Μεσογείου.
Έτσι, γνώρισαν και οι Έλληνες το κρασί,τουλάχιστον πριν το 1700 π.Χ. αφού τόσο οι Μυκηναίοι, όσο και άλλοι προγενέστεροι λαοί, Μινωϊτες και Κυκλαδίτες είχαν ανεπτυγμένες εμπορικές σχέσεις μ’ αυτούς.
Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές η πρώτη καλλιέργεια αμπελιού έγινε στην Κρήτη, ενώ για κάποιους άλλους στην Θράκη και χρονολογούνται γύρω στο 1000 π.Χ. Στις Αχάρνες της Κρήτης μάλιστα έχει βρεθεί και έχει διασωθεί το πιο παλιό πατητήρι στον κόσμο. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, οι Έλληνες διέπρεψαν στην οινοποιία, μονοπωλώντας σχεδόν την αγορά για αιώνες.
Το εξαγωγικό εμπόριο των ελληνικών κρασιών ήταν πολύ καλά οργανωμένο και απλωνόταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο και φυσικά στον Εύξεινο Πόντο. Σε αντάλλαγμα του οίνου και του λαδιού οι Έλληνες εισήγαγαν δημητριακά και χρυσό από την Αίγυπτο και την Μαύρη Θάλασσα, χαλκό από την Συρία και την Κύπρο, ελεφαντόδοντο από την Αφρική. Ήταν μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες,γεγονός που αποδεικνύεται και από το πλήθος νομισμάτων που απεικονίζουν σταφύλια στη μια όψη και το Διόνυσο στην άλλη.
Σε πολλές πόλεις μάλιστα, υπήρχαν ειδικοί νόμοι για να εξασφαλίζουν την ποιότητα του κρασιού αλλά και την προστασία του υγειούς οινεμπορίου. Σε αρχαία ναυάγια πάλι έχουν βρεθεί αμφορείς που μετέφεραν το κρασί στις αγορές της εποχής εκείνης και μάλιστα αναγράφονταν ο τόπος παραγωγής. Κρασί όπως θα λέγαμε σήμερα «με ονομασία προέλευσης».
Άλλωστε, οι οινικοί νόμοι της Θάσου του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελούν ένα από τα πιο αρχαιότερα νομοθετικά κείμενα για την προστασία των Οίνων Ονομασίας Προέλευσης. Έτσι, όσα πλοία με ξένο κρασί πλησίαζαν το νησί, δημεύονταν!
Από διάφορες πηγές μας έχουν διασωθεί τα ονόματα των οινοπαραγωγικών περιοχών και των κρασιών που έβγαζαν.Αρχικά, τα πιο ξακουστά κρασιά που εξάγονταν εκείνη την εποχή ήταν αυτά του βορείου Αιγαίου. Ο περίφημος Αριούσιος οίνος της Χίου, ο Λέσβιος με τα έντονα αρώματα, και ο “υπνωτικός” Θάσιος ήταν οι πιο ακρηβοπληρωμένοι οίνοι κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Αργότερα, μετά την κλασική εποχή, απέκτησαν μεγάλη φήμη και τα λεπτότατα κρασιά της Ρόδου, της Κω και των λοιπών Δωδεκανήσων, τα γλυκά και μαλακά της Θήρας, της Κρήτης και της Κύπρου.
Ο τρόπος παραγωγής του κρασιού δεν διέφερε ουσιαστικά από αυτόν των ημερών μας.Η αμπελουργία είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα ενώ αρκετοί ήταν οι φιλόσοφοι που κατέθεταν τις γνώσεις σχετικά με το θέμα σε ειδικά συγγράμματα, όπως ο Θεόφραστος στο «Περί Φυτών Αιτίων» , ο Πλίνιος στο «Φυσική Ιστορία». Έτσι λαμβάνουμε αρκετές ενδιαφέρουσες πληροφορίες,λόγω χάριν ότι οι Έλληνες καλλιεργούσαν το αμπέλι κάτω στη γη χωρίς υποστηρίγματα. Η έκθλιψη ή εκχύμωση των σταφυλιών γινόταν ή με τα χέρια, αφού πρώτα αφαιρούσαν τους βοστρύχους ( κοτσάνια) ή με τα πόδια σε ληνούς (πατητήρια).Αυτός ο τρόπος διαρκεί για αιώνες και μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα μηχανικά πιεστήρια. Ένα οργανωμένο οινοποιείο κατά την ελληνιστική εποχή στέγαζε μία ληνό για την έκθλιψη των σταφυλιών, ένα χώρο απόθεσης των σταφυλιών ( σταφυλοδοχείον), και τουλάχιστον ένα ζεύγος πιεστηρίων για την εκπίεση των στεμφύλων.
Οι Αρχαίοι Έλληνες, λαός και άρχοντες, καθώς και οι φιλόσοφοι όλων σχεδόν των ρευμάτων , από τους Προσωκρατικούς και τους Ιδεαλιστές ( Πλάτων, Σωκράτης κ.ο.κ. ) μέχρι τους Επικούριους, αγαπούσαν το κρασί, ενώ και οι ποιητές δεν παρέλειψαν να το υμνήσουν.
Ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» περιγράφει πολλές σκηνές οινοποσίας,ενώ στην «Ιλιάδα» μιλάει για την ασπίδα του Αχιλλέα που είναι διακοσμημένη με μια σκηνή τρύγου. Ο Ευρυπίδης στο σατυρικό δράμα
«Κύκλωψ», ( στιχ. 616-624) αναφέρεται πως ο Οδυσσέας μέθυσε τον Πολύφημο με το δυνατό κρασί ( Μαρώνειος Οίνος) που του έδωσε ο ιερέας Μάρωνας και τον τύφλωσε.
Ο Αλκαίος, μεγάλος λυρικός ποιητής, μας παροτρύνει να μην φυτέψουμε κανένα άλλο δένδρο παρά μόνο αμπέλι, «Μηδ’ εν άλλο φυτεύσης πρότερον δένδρεον αμπέλω...»
Στην αξία του κρασιού αναφέρονται ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας στα « Συμπόσιά» τους. « Χαλεπόν τοις ανθρώποις η μέθη» ,δηλ. « Φοβερόν ελλάτωμα για τους ανθρώπους η μέθη» ( Πλατ. “Συμπόσιον” c, 176 ) αλλά και ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», όπου αποκαλεί το κρασί « Οίνος, ο αγαθός δαίμονας». Στο ίδιο έργο, σ’ ένα απόσπασμα, ο Εύβουλος ( κωμικός ποιητής του 4ου π.Χ. αιώνα) παριστάνει τον Διόνυσο να λέει ότι το κρασί είναι απαραίτητο στον άνθρωπο, αλλά με μέτρο, γιατί αν πιει περισσότερο τότε παραφέρεται.
Τα συμπόσια, εξάλλου των Αρχαίων Ελλήνων, είχαν γίνει θεσμός, απόκτησαν κανονισμούς και εθιμοτυπία. Πραγματοποιούνταν στην αίθουσα του σπιτιού που λεγόταν “ανδρών” ,ενώ οι προσκεκλημένοι στηριζόμενοι στο αριστερό τους χέρι ξαπλωναν στα ανάκλιντρα...
Τα συμπόσια των Αρχαίων Ελλήνων
Τα συμπόσια, εξάλλου των Αρχαίων Ελλήνων, είχαν γίνει θεσμός, απόκτησαν κανονισμούς και εθιμοτυπία. Πραγματοποιούνταν στην αίθουσα του σπιτιού που λεγόταν “ανδρών” ,ενώ οι προσκεκλημένοι στηριζόμενοι στο αριστερό τους χέρι ξαπλωναν στα ανάκλιντρα. Στην αρχή οι υπηρέτες έφερναν νερό για το πλύσιμο των χεριών και το συμπόσιο άρχιζε με σπονδή προς το θεό Διόνυσο, το θεό του κρασιού.Ένα συμπόσιο αποτελούνταν από δύο μέρη, το πρώτο ήταν το “δείπνον ή σύνδειπνον’’ κατά το οποίο οι συμποσιαστές έπαιρναν ένα σύντομο και λιτό δείπνο και ακολουθούσε το δεύτερο μέρος “o πότος’’, o oποίος έδωσε και το όνομά του και στο συμπόσιο. Ακολουθούσαν οι συζητήσεις γύρω από διάφορα θέματα, δεν έλειπαν όμως η μουσική, τα πνευματικά παιχνίδια, ( γρίφοι ή αινίγματα ) αλλά ακόμη και παιχνίδια επιδεξιότητας.
Οι γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος ποτέ σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις εκτός από τις τραγουδίστριες, τις χορεύτριες ή ακόμη και τις εταίρες που διασκέδαζαν τους παρευρισκόμενους.
Ο “συμποσιάρχης”, προϊστάμενος συχνά μιας στρατιάς από “κεραστές” και “οινοχόους”, επέβλεπε τόσο το νέρωμα του κρασιού, όσο και την ποσότητα που θα έπινε ο κάθε συμπότης ανάλογα με την κατάστασή του.
Φαίνεται λοιπόν, πόσο σημαντική υπόθεση ήταν η αποφυγή της μέθης και η διατήρηση μιας πολιτισμένης ατμόσφαιρας.Η καταδίκη της μέθης είναι πανάρχαια, από την εποχή του Ομήρου και οι μέθυσοι Κύκλωπες αποτελούσαν προηγούμενα προς αποφυγήν. Έτσι, οι συμποσιαστές μπορούσαν να χαίρονται το γεύμα, το ποτό, τη συζήτηση. Στο τέλος έφευγαν ικανοποιημένοιΕξάλλου, στα συμπόσια γεννήθηκε και η λυρική ποίηση.
Στην αρχή, οι Έλληνες έπιναν το κρασί ανέρωτο, «άκρατον οίνον», αλλά αργότερα διαπίστωσαν πως πίνοντας νερωμένο κρασί, «κεκραμένον οίνον», μπορούσαν να αποφύγουν όλες τις δυσάρεστες συνέπειες του άκρατου οίνου.
Έγινε λοιπόν γενικός κανόνας η ανάμειξη του κρασιού με νερό, σε αναλογία ένα μέρος οίνου, τρία μέρη νερού, ενώ η πόση ανέρωτου κρασιού θεωρούνταν βαρβαρότητα. Η μοναδική ίσως στιγμή της ημέρας που ο κοινός πολίτης της αρχαιότητας έπινε άκρατο τον οίνο του ήταν όταν κάθε πρωί βουτούσε το ψωμί του στο κρασί.
Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας διέθεταν μια αξιοζήλευτη ποκιλία ειδικών αγγείων, τα οποία χρησιμοποιούσαν τόσο για την ανάμειξη του κρασιού, τη διατήρηση του, όσο και για την ψύξη του, πριν την κατανάλωση. Έτσι έχουμε :
- πίθος, ένα μεγάλο αγγείο, τις περισσότερες φορές χωρίς διακόσμηση
- στάμνος, ένα αγγείο με στενή βάση, που όσο ανεβαίνει προς τα επάνω φαρδαίνει, στενεύει λίγο, για να καταλήξει σε φαρδύ λαιμό. Με δύο χερούλια στο πλάι και κάλυμμα.
- Αμφορέας, ένα μεγάλο αγγείο με δύο κατακόρυφες λαβές που ξεκινούν από το χείλος και καταλήγουν στο σώμα του. Οι αμφορείς με λαιμό παρουσιάζουν δύο τύπους, τους παναθηναϊκούς και τους οξυπύθμενους.Οι τελευταίοι φέρουν κυλινδρικές λαβές και σώμα που καταλήγει οξύ στη βάση, έτσι ώστε να μπορεί να στηριχτεί στο έδαφος ή σε τεχνητή βάση. Με αυτούς μεταφέρονταν τα προς εξαγωγή κρασιά γι’αυτό τους βρίσκουμε κυρίως σε ναυάγια αρχαίων εμπορικών πλοίων.
- Κρατήρας, μέσα σ’ αυτό ανακάτευαν το κρασί με το νερό. Με το πέρασμα βέβαια του χρόνου υπήρξαν πολλές παραλλαγές και έτσι μπορούν να χωριστούν και σε πολλές κατηγορίες. Κύρια όμως χαρακτηριστικά του ήταν η στενή βάση, το φαρδύ σώμα και τα δύο χερούλια.
- Λέβης, ένα βαθύ και ανοιχτό αγγείο, συνήθως χωρίς λαβές, με χαμηλό λαιμό και χείλη που προεξείχαν. Στηριζόταν σε μια ανεξάρτητη βάση ή σε τρίποδα. Χρησίμευε όπως και ο κρατήρας για την ανάμειξη του κρασιού.
- Κύαθος, ήταν μια κουτάλα στο σχήμα κυπέλου με πόδι και ψηλή προς τα πάνω καμπύλη λαβή. Χρησίμευε ως σκεύος για την άντληση του οίνου από τον κρατήρα, ή ως μέτρο για την ανάμειξη του οίνου με το νερό.
- Οινοχόη, η ονομασία του προέρχεται από τις λέξεις οίνος και χέω. Έχει στόμιο τριφυλλόσχημο ή κυκλικό και το σώμα του άλλες φορές έχει σχήμα βολβού ή είναι λεπτοκαμωμένο. Χρησιμοποιείται για την άντληση ή το σερβίρισμα και το βρίσκουμε στους τάφους ως κτέρισμα.
- Λάγυνος, ένας ελληνιστικός τύπος οινοχόης με επίπεδη βάση, με οξύ ώμο και κυκλικό στόμιο.
- Κύλιξ, δημοφιλές ποτήρι, που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα συμπόσια. Οι οικοδεσπότες τα παράγγελναν στους κεραμείς και τους αγγειογράφους με συγκεκριμένες παραστάσεις. Ήταν ένα από τα προϊόντα που εξάγονταν σε άλλους λαούς κυρίως στους Ετρούσκους.
- Κάνθαρος, ένα είδος ποτηριού με κυριότερα χαρακτηριστικά το λεπτό πόδι, το φαρδύ σώμα και τις δυο λαβές που ξεκινούν από τη βάση περίπου του σώματος, ξεπερνούν το ύψος των χειλιών και επιστρέφουν καμπυλωτά κοντά σ’ αυτά. Από τις πολλές παραλλαγές αξιοσημείωτοι είναι οι κάνθαροι με πρόσωπο.
- Μαστός, αγγείο πόσης σε σχήμα γυναικείου στήθους, με μία, δύο ή καμία λαβή. Φαίνεται πως συνηθιζόταν να το κρεμούν στον τοίχο.
- Σκύφος ή κοτύλη, βαθύ αγγείο με χαμηλό ή καθόλου στέλεχος και δύο λαβές.
- Ρητόν ή ρέον ή προτομή, ένα αγγείο πόσης με τη μορφή μονού ή διπλού κέρατου, κεφαλής ζώου (συνήθως κριαριού αλλά και άλλων ζώων) ή ακόμη και ανθρώπινης κεφαλής, που προσαρμοζόταν στο κάτω μέρος του κύπελου.
- Φιάλη, ένα ευρύ, αβαθές αγγείο, με ή χωρίς πόδι. Το χρησιμοποιούσαν και για τις σπονδές.
- Ψυκτήρας, ένα αγγείο με στενό κυλινδρικό σώμα που φάρδαινε καθώς ανέβαινε και έπαιρνε το σχήμα του βολβού για να καταλήξει σε στενό χείλος. Τον γέμιζανμε κρύο νερό και τον τοποθετούσαν μέσα στον κρατήρα,για να διατηρεί δροσερό το κρασί.
Διόνυσος, ο αιώνιος έφηβος θεός!
Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης, θυγατέρας του Κάδμου.Όταν έζωσαν φλόγες το ανάκτορο του πατέρα της, με παρέμβαση της Γαίας διασώζεται το βρέφος και ο Δίας το τοποθετεί στον μηρό του.
Διόνυσος, ο αιώνιος έφηβος θεός!
Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης, θυγατέρας του Κάδμου.Όταν έζωσαν φλόγες το ανάκτορο του πατέρα της, με παρέμβαση της Γαίας διασώζεται το βρέφος και ο Δίας το τοποθετεί στον μηρό του. Από τη μια πλευρά η πυρκαγιά του παλατιού, από την άλλη οι αστραπές του Δία έδωσαν στον Διόνυσσο την επωνυμία πυριγενής, ενώ το γεγονός ότι συνέχισε την κύησή του στον μηρό του πατέρα του, του έδωσαν τις επωνυμίες μηρορραφής, δυσσότοκος, διμήτωρ. Την κατάλληλη στιγμή γεννάται και παραδίδεται σε δώδεκα νύμφες, ή υδάτινα πνεύματα, τις Υάδες , οι οποίες γίνονται τροφοί του θεϊκού παιδός. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης από τον θεό Δία, αργότερα, εξυψώθηκαν στο ουράνιο στερέωμα, όπου λάμπουν ως αστερισμός των Πλειάδων. Στην αρχή το μίσος της Ήρας οδηγεί τον Διόνυσο στην τρέλα και περιπλανάται στην Αίγυπτο και την Συρία. Θεραπεύεται όμως από την Ρέα, στην Φρυγία, που του διδάσκει την τελετουργική λατρεία, ορίζοντας ακόμη το ένδυμά του ίδιου αλλά και των ακολούθων του.Υπηρέτες και σύντροφοι του ήταν οι Σάτυροι, οι Μαινάδες, οι Σειληνοί, οι Βησσαρίδες, οι Κλώδωνες, οι Βάκχες,οι Μιμαλλόνες και όλοι είχαν σαν αγαπημένη ασχολία το παίξιμο αυλού και κιθάρας,την μέθη και τον τρύγο. |
Ο Διόνυσσος συνεχίζει την περιπλάνησή του ανα τον κόσμο διδάσκοντας τις τελετές του και την αμπελοκαλλιέργεια. Σύμφωνα με τον Ησίοδο γνωρίζει στην Νάξο, την Αριάδνη, κόρη του Μίνωα βασιλιά της Κρήτης, που του χάρισε δύο γιους, τον Στάφυλο και τον Οινοπίωνα, αλλά και μια κόρη, την Ευάνθη.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας αγαπούσαν και υπηρετούσαν με πάθος τον Διόνυσσο, έναν θεό που το όνομά του συνδέθηκε με τους εορτασμούς της βλάστησης, της γονιμότητας και της προστασίας των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου. Προς τιμήν του διοργανώνονταν μεγαλοπρεπείς εορτές, όπως: τα Κατ’ αγρούς Διονύσια ή Μικρά (Δεκέμβριο), τα εν άστει Διονύσια ή Μεγάλα (Μάρτιο), τα Λήναια,(Ιανουάριο), τα Ανθεστήρια (Φεβρουάριο-Μάρτιο). Κοινό στοιχείο στις λατρευτικές πρακτικές του είναι το στοιχείο της έκστασης, ενίοτε της οργιαστικής φρενίτιδας, που προκαλεί η πόση του οίνου και απελευθερώνει από τις φροντίδες της καθημερινότητας. Με τον Διόνυσο πραγματοποιείται η επιστροφή στο «ζωώδες πάθος» της Φύσης, μακριά από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει ο εξορθολογισμός, κάτι που διαφαίνεται άμεσα στις Βάκχες του Ευρυπίδη.
Το όνομα του Διόνυσου συνδέθηκε ακόμη με μια από τις αρτιότερες μορφές του ελληνικού λόγου, το δράμα. Από τον Διονυσιακό Διθύραμβο γεννήθηκε ακόμη η τραγωδία και η κωμωδία, ενώ κατά την διάρκεια των μεγαλοπρεπών εορτών γίνονταν και θεατρικοί αγώνες, στο θέατρο του Διονύσου, κάτω από την Ακρόπολη.